βοᾶτις
Look at other dictionaries:
βοάτις — βοᾱτις, η (Α) φρ. «βοᾱτις αὐδά» δυνατή φωνή, κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του βοητής < βοώ] … Dictionary of Greek
βοάτις — βοᾱτις, η (Α) φρ. «βοᾱτις αὐδά» δυνατή φωνή, κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του βοητής < βοώ] … Dictionary of Greek